- μιργάβωρ
- μιργάβωρ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «λυκόφως».[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αβέβαιης ετυμολ. λακωνική γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος. Αν είναι σύνθ. λ., το β' συνθετικό θα μπορούσε να αναχθεί στη λ. ἠώς / ἕως (< -ᾱFως) «φως, αυγή». Ως α' συνθετικό το θ. μισγ- τού μίσγω δεν ικανοποιεί ούτε μορφολογικά ούτε σημασιολογικά, εκτός αν θεωρηθεί ότι το μιργάβωρ σημαίνει «το φως που συγχέει, αναμιγνύει την ημέρα με το σκοτάδι» (πρβλ. γλώσσα Ησύχ. «μιργῶσαιπηλῶσαι»). 'Αλλοι, τέλος, συνέδεσαν το θ. μιργ- με λιθουαν. mirgeti «σπινθηροβολώ, αστράπτω» και αρχ. νορβ. myrkr (αιτ. myrkran) «σκοτεινός, ζοφερός»].
Dictionary of Greek. 2013.